- ηλεκτροφίλτρο
- το(χημ.-τεχνολ.) ηλεκτρική διάταξη που επιτρέπει την ανάκτηση τών στερεών τεμαχιδίων εξαιρετικά μικρών διαστάσεων τα οποία περιέχονται σε διασπορά μέσα σε ένα αέριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electric filter < electric (πρβλ. ηλεκτρικός) filter «φίλτρο»].
Dictionary of Greek. 2013.